- φυλακισθῆναι
- φυλακίζωthrow into prisonaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλακίζω — ΝΜΑ [φύλαξ, ακος] κλείνω κάποιον στη φυλακή (α. «φυλάκισαν δεκάδες αθώων» β. «ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας εἰς σέ», ΚΔ γ. «ἄξιος μὲν γὰρ ἐκεῑνος στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει», ΠΔ) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek